αναδεμή

αναδεμή
η [αναδεύω]
1. ανακάτεμα υγρών
2. αναταραχή, ανωμαλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”